- πρεμούρα
- [прэмура] ουσ. Θ. спешка, поспешность,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πρεμούρα — η, Ν 1. σφοδρή επιθυμία 2. ιδιαίτερος ζήλος 3. βιασύνη, φούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. premura] … Dictionary of Greek